κλαδώνω — κλάδωσα, κλαδώθηκα, κλαδωμένος 1. βγάζω κλάδους, αποχτώ κλάδους. 2. ανεβαίνω στο κλαδί της μουριάς για να πλέξω το κουκούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακλάδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κλαδιά (αποδίδεται σε δέντρα) 2. ο άτεκνος (αποδίδεται σε ανθρώπους) 3. (ο μεταξοσκώληκας) που δεν έχει ανέβει ακόμη στα κλαδάκια για κουκούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλαδωτός < κλαδώνω] … Dictionary of Greek
ανακλαδώνομαι — αποκτώ, βγάζω κλαδιά, κλαδώνω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + *κλαδώνομαι < κλαδί. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αγγελο Βλάχο το 1886 «ανεκλαδώθησαν σπόροι εις δένδρον»] … Dictionary of Greek
κλάδωμα — το [κλαδώνω] 1. το να βγάζει ένα φυτό κλαδιά, η απόκτηση κλάδων 2. η τοποθέτηση μικρών κλαδιών, ιδίως από δρυ, στις κλίνες τών μεταξοσκωλήκων κατά το τελευταίο στάδιο ανάπτυξής τους, ώστε αυτοί να ανεβούν επάνω τους και να σχηματίσουν τα βομβύκια … Dictionary of Greek
κλάδωση — η [κλαδώνω] διακλάδωση … Dictionary of Greek
κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… … Dictionary of Greek
κλαδωτός — ή, ό [κλαδώνω] 1. (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα κλαδιά 2. (για υφάσματα) αυτός που έχει υφασμένα ή τυπωμένα σχέδια κλαδιών … Dictionary of Greek